ρέγουλα

ρέγουλα
η
(λ. λατ.), τάξη, μέτρο, ρυθμός: Όλες της τις δουλειές τις κάνει μερέγουλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρέγουλα — και ρέγολα, η, Ν τάξη, μέθοδος, σύστημα και μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. regola < λατ. regula «κανόνας, νόμος, μέτρο»] …   Dictionary of Greek

  • ρίγα — Πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Λετονίας. Βρίσκεται στις όχθες του δυτικού Ντβινά (Νταουγκάβα), κοντά στις εκβολές του στον κόλπο της Ρ. (Βαλτική). Ιδρυμένη το 1201 από τον επίσκοπο Αλβέρτο της Λιβονίας, έγινε επισκοπική έδρα και, στα μέσα του… …   Dictionary of Greek

  • Φιλοθέη, Μπενιζέλου — (Αθήνα 1522 – 1589). Νεομάρτυς. Κόρη του Αθηναίου προύχοντα Άγγελου Μπενιζέλου, η Φ. (το αρχικό της όνομα ήταν Ρεσούλα ή Ρεγούλα) φαίνεται ότι έλαβε μόρφωση, σπάνια για γυναίκα την εποχή εκείνη. Μετά τη χηρεία της –σε ηλικία 17 μόλις ετών– έγινε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”